- υπανάπτω
- ΜΑ [ἀνάπτω]ανάβω από το κάτω μέρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσυπανάπτω — Μ 1. ανάβω κάτι από κάτω, κρυφά 2. μτφ. εξάπτω, διεγείρω επί πλέον κάτι κρυφά («προσυπανάπτειν τὴν ἔχθραν», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὑπανάπτω «ανάβω από κάτω»] … Dictionary of Greek